Anonymous

καταπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] (s. [[πνίγω]]), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανθεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] (s. [[πνίγω]]), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανθεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.
}}
{{ls
|lstext='''καταπνίγω''': ῑ, καταβυθίζων καὶ συμπιέζων [[ἀφανίζω]], γόγγρον ἐν ἅλμῃ Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 21· ὁ [[ὕπνος]] κ. τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224· πάντα [[ταῦτα]] βλάπτει τὰ δένδρα καταπνίγοντά τε καὶ ἐπισκιάζοντα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3· κ. καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν (τῆς ἀμπέλου), δὲν ἀφίνουσι ν᾿ αὐξηθῇ, Πλούτ. 2. 806C· [[πνεῦμα]] διὰ στραγγαλισμοῦ κ., φονεύει, Νικ. Ἀλεξιφ. 286.― Παθ., ἐμφράττομαι, ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, 3· (ἐπὶ τοῦ πυρὸς τῶν ἀνθράκων, [[σβέννυμι]] ἀποφράττων ἢ ἐμποδίζων τὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα), ὁ αὐτ. π. Νεώτ. 5, 5· καταπνιγόμενοι ἄνθρακες π. Θανάτ. 5· καταπεπνιγμένοι τόποι, ἀποκλεισμένοι, περιωρισμένοι, [[ἐναντίον]] τοῦ εὐπνούστεροι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 30, 2· φωναὶ καταπεπνιγμέναι, πνιγμέναι, ἀδύνατοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀκουστ. 3· καταπεπνῖχθαι τὸ [[φθέγμα]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 114. 2) κ. τὰς φύσας, [[κλείω]], [[φράττω]] τοὺς φυσητῆρας, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 7. 7, πρβλ. Προβλ. 33. 5, 1.
}}
}}