ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ης, ες :enfoncé ou aplani à coups de hie.Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.