κυνίζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνίζω''': φέρομαι ὡς [[κύων]]· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, [[ἀνήκω]] εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., [[κυνιστέον]], δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
|lstext='''κῠνίζω''': φέρομαι ὡς [[κύων]]· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, [[ἀνήκω]] εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., [[κυνιστέον]], δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> κυνιῶ;<br />vivre en chien, en philosophe cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
}}
}}