κυνίζω
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
fut. κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:—play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.
French (Bailly abrégé)
f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, vivre en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.
German (Pape)
dem Hunde nachahmen; Hesych. Erkl. μετὰ βλακείας περιπατεῖν bezieht sich wohl auf die gewöhnliche Bdtg, »ein Zyniker sein«, wie ein Zyniker leben, sich so betragen; vgl. Diog. bei Ath. XIII.588f; so Luc. Peregrin. 43; DL. 7.121.
Russian (Dvoretsky)
κυνίζω: жить или держать себя как киник Luc., Diog. L.
Greek Monolingual
κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κῠνίζω: (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
Middle Liddell
κῠνίζω, κύων
to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.