λυπητικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπητικός''': -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = [[λύπη]], Πλούτ. 2. 657Α.
|lstext='''λῡπητικός''': -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = [[λύπη]], Πλούτ. 2. 657Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
}}