μάκιστος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάκιστος''': Δωρ. ἀντὶ [[μήκιστος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάκιστος]]· πορρώτατος. [[ὄφελος]] ἔχοντα».
|lstext='''μάκιστος''': Δωρ. ἀντὶ [[μήκιστος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάκιστος]]· πορρώτατος. [[ὄφελος]] ἔχοντα».
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μήκιστος]].
}}
}}