μάκιστος
From LSJ
English (LSJ)
Doric for μήκιστος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μήκιστος.
German (Pape)
[ᾱ], dor. = μήκιστος, superl. zu μακρός, Soph. O.R. 1301.
Russian (Dvoretsky)
μάκιστος: (ᾱ) дор. Soph. = μήκιστος.
Greek (Liddell-Scott)
μάκιστος: Δωρ. ἀντὶ μήκιστος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάκιστος· πορρώτατος. ὄφελος ἔχοντα».
Greek Monolingual
μάκιστος, -η, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκιστος.
Greek Monotonic
μάκιστος: Δωρ. αντί μήκιστος.