μάκιστος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκιστος Medium diacritics: μάκιστος Low diacritics: μάκιστος Capitals: ΜΑΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: mákistos Transliteration B: makistos Transliteration C: makistos Beta Code: ma/kistos

English (LSJ)

Doric for μήκιστος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μήκιστος.

German (Pape)

[ᾱ], dor. = μήκιστος, superl. zu μακρός, Soph. O.R. 1301.

Russian (Dvoretsky)

μάκιστος: (ᾱ) дор. Soph. = μήκιστος.

Greek (Liddell-Scott)

μάκιστος: Δωρ. ἀντὶ μήκιστος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάκιστος· πορρώτατος. ὄφελος ἔχοντα».

Greek Monolingual

μάκιστος, -η, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκιστος.

Greek Monotonic

μάκιστος: Δωρ. αντί μήκιστος.