λιπαρής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑπᾰρής''': -ές, ἐπιμένων, ἐπιμόνως ἐμμένων ἔν τινι, [[πρόθυμος]], [[θερμός]], ἀκούραστος, [[περί]] τινος Πλάτ. Κρατ. 413Α· [[περί]] τι, [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369Ε, 372Β· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., παιδείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λ. [[χειρουργία]] Ἀριστοφ. Λυσ. 672· [[προθυμία]] Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4· λ. [[πυρετός]], [[ἐπίμονος]] [[πυρετός]], ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1. ΙΙ. θερμῶς αἰτῶν, ἐνθέρμως παρακαλῶν, ἐνοχλητικός, [[μετὰ]] μετοχ., λ. [[εἶναι]] δεόμενος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6· ἀκοῦσαι βουλόμενοι λ. ἦσαν ὁ αὐτ. 2. 665Ε· ‒ λ. [[χείρ]], ἐπιμένουσα ἐν τῇ δεήσει, τῇ ἱκεσίᾳ, Σοφ. Ἠλ. 1378 (περὶ τοῦ στίχ. 451, ἴδε ἐν λ. [[ἀλιπαρής]])· ‒ τὸ λιπαρές, [[ἐπίμονος]] [[ἱκεσία]], Λουκ. Ἑρμότ. 24· πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Σοφ. Ο. Κ. 1119. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ρῶς, θερμῶς, ἐνθέρμως, ἐπιμόνως, Πλάτ. Νόμ. 931C· λ. ἔχων ἀκούειν, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ ἀκούσω, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Ε· λ. ἔχω γίγνεσθαί τι, ἐπιμόνως ἐπιθυμῶ νά..., [[αὐτόθι]] 335Β. (Πιθανῶς ἐκ √ ΛΙ, πρβλ. [[λίπτομαι]], [[λιλαίομαι]]). [ῑ ἀείποτε. Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· πρβλ. λῐπαρός ἐν τέλ.].
|lstext='''λῑπᾰρής''': -ές, ἐπιμένων, ἐπιμόνως ἐμμένων ἔν τινι, [[πρόθυμος]], [[θερμός]], ἀκούραστος, [[περί]] τινος Πλάτ. Κρατ. 413Α· [[περί]] τι, [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369Ε, 372Β· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., παιδείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λ. [[χειρουργία]] Ἀριστοφ. Λυσ. 672· [[προθυμία]] Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4· λ. [[πυρετός]], [[ἐπίμονος]] [[πυρετός]], ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1. ΙΙ. θερμῶς αἰτῶν, ἐνθέρμως παρακαλῶν, ἐνοχλητικός, [[μετὰ]] μετοχ., λ. [[εἶναι]] δεόμενος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6· ἀκοῦσαι βουλόμενοι λ. ἦσαν ὁ αὐτ. 2. 665Ε· ‒ λ. [[χείρ]], ἐπιμένουσα ἐν τῇ δεήσει, τῇ ἱκεσίᾳ, Σοφ. Ἠλ. 1378 (περὶ τοῦ στίχ. 451, ἴδε ἐν λ. [[ἀλιπαρής]])· ‒ τὸ λιπαρές, [[ἐπίμονος]] [[ἱκεσία]], Λουκ. Ἑρμότ. 24· πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Σοφ. Ο. Κ. 1119. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ρῶς, θερμῶς, ἐνθέρμως, ἐπιμόνως, Πλάτ. Νόμ. 931C· λ. ἔχων ἀκούειν, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ ἀκούσω, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Ε· λ. ἔχω γίγνεσθαί τι, ἐπιμόνως ἐπιθυμῶ νά..., [[αὐτόθι]] 335Β. (Πιθανῶς ἐκ √ ΛΙ, πρβλ. [[λίπτομαι]], [[λιλαίομαι]]). [ῑ ἀείποτε. Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· πρβλ. λῐπαρός ἐν τέλ.].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’attache à, persistant, tenace :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> λιπαρὴς [[προθυμία]] LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς [[πυρετός]] LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς [[χείρ]] SOPH main qui ne se lasse pas (d’apporter des offrandes), <i>propr.</i> qui s’attache à l’autel ; τὸ λιπαρές, importunité <i>ou</i> insistance.<br />'''Étymologie:''' [[λίπος]].
}}
}}