λιπαρής
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
λιπαρές,
A persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable, περί τινος Pl.Cra.413a; περί τι, πρός τι, Id.Hp.Mi.369d, 372b: also c. gen., παιδείας Luc.Am.6.
2 of things, λιπαρὴς χειρουργία Ar.Lys.672; προθυμία Luc.Abd.4; λιπαρὴς πυρετός an obstinate fever, Id.Hist.Conscr.1.
II earnest in begging or earnest in praying, importunate, c. part., λ. ἦσαν δεόμενοι Plu.TG6; ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e; λιπαρὴς χείρ a hand instant in prayer, S.El.1378: c. gen., fawning upon, τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b; τὸ λιπαρές = importunity, Luc.Herm.24; πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς, S.OC1119.
III Adv. λιπαρῶς = earnestly, importunately, Pl.Lg.931c; λιπαρῶς ἔχων ἀκούειν longing earnestly to hear, Id.Prt.315e; λιπαρῶς ἔχω γίγνεσθαί τι I am importunate in desiring that... ib.335b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'attache à, persistant, tenace :
1 en parl. de pers. λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;
2 en parl. de choses λιπαρὴς προθυμία LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς πυρετός LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς χείρ SOPH main qui ne se lasse pas (d'apporter des offrandes), propr. qui s'attache à l'autel ; τὸ λιπαρές, importunité ou insistance.
Étymologie: λίπος.
German (Pape)
[ῑ], ές (nach den Alten von λίαν παρεῖναι (?), inbrünstig), anhaltend, beharrlich, ausdauernd, unablässig; ἅτε λιπαρὴς ὢν περὶ αὐτοῦ, Plat. Crat. 413a; λ. εἰμι πρὸς τὰς ἐρωτήσεις τῶν σοφῶν, Hipp. min. 372a; Sp., πόνῳ πολλῷ καὶ προμηθείᾳ λιπαρεῖ χρησάμενος ἐξέμαθον τὴν τέχνην Luc. Abdic. 4; πυρετός, anhaltendes Fieber, hist.conscr. 1; bes. vom unablässigen Bitten, Flehen, λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι, Plut. T.Gracch. 6. So faßt man auch Soph. El. 1370, σε λιπαρεῖ προὔστην χερί, mit der zum Gebet od. Dienst bes Gottes nie ermüdenden Hand, während Suid. ἀφθόνῳ, πλουσίᾳ mit reichlich spendender erkl.; und Soph. O.C. 1121, ὦ ξεῖνε, μὴ θαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές, τέκν' εὶ φανέντ' ἄελπτα μηκύνω λόγον; vgl. Ar. Lys. 673, οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας.
• Adv., λιπαρῶς ἔχειν, auf Etwas bestehen, Plat. Prot. 335b, ἀκούειν, 315e, und wieder mit Bezug auf anhaltendes, inbrünstiges Flehen, ἐν εὐχαῖς λιπαρῶς παρακαλοῦντες θεούς, Legg. XI.931c, und so Sp., wie Themist., philo.
Russian (Dvoretsky)
λῑπᾰρής: настойчивый, упорный, неутомимый (χειρουργία Arph.; προθυμία Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.): λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι Plut. они неотступно просили.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπᾰρής: -ές, ἐπιμένων, ἐπιμόνως ἐμμένων ἔν τινι, πρόθυμος, θερμός, ἀκούραστος, περί τινος Πλάτ. Κρατ. 413Α· περί τι, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369Ε, 372Β· ὡσαύτως μετὰ γεν., παιδείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λ. χειρουργία Ἀριστοφ. Λυσ. 672· προθυμία Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4· λ. πυρετός, ἐπίμονος πυρετός, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1. ΙΙ. θερμῶς αἰτῶν, ἐνθέρμως παρακαλῶν, ἐνοχλητικός, μετὰ μετοχ., λ. εἶναι δεόμενος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6· ἀκοῦσαι βουλόμενοι λ. ἦσαν ὁ αὐτ. 2. 665Ε· ‒ λ. χείρ, ἐπιμένουσα ἐν τῇ δεήσει, τῇ ἱκεσίᾳ, Σοφ. Ἠλ. 1378 (περὶ τοῦ στίχ. 451, ἴδε ἐν λ. ἀλιπαρής)· ‒ τὸ λιπαρές, ἐπίμονος ἱκεσία, Λουκ. Ἑρμότ. 24· πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Σοφ. Ο. Κ. 1119. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ρῶς, θερμῶς, ἐνθέρμως, ἐπιμόνως, Πλάτ. Νόμ. 931C· λ. ἔχων ἀκούειν, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ ἀκούσω, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Ε· λ. ἔχω γίγνεσθαί τι, ἐπιμόνως ἐπιθυμῶ νά..., αὐτόθι 335Β. (Πιθανῶς ἐκ √ ΛΙ, πρβλ. λίπτομαι, λιλαίομαι). [ῑ ἀείποτε. Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· πρβλ. λῐπαρός ἐν τέλ.].
Greek Monolingual
λιπαρής, -ές (Α) λιπαρώ
1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.)
2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῦς χειρουργίας», Αριστοφ. β. «λιπαρής πυρετός», Λουκιαν.)
3. αυτός που παρακαλεί με επιμονή, που εκλιπαρεί και γίνεται ενοχλητικός, φορτικός («λιπαρεῖς ἧσαν δεόμενοι μηκέτι νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
4. αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπαρές
φορτική συμπεριφορά, επίμονη ικεσία
6. φρ. «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά.
επίρρ...
λιπαρῶς (Α)
με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
Greek Monotonic
λῑπᾰρής: -ές,
I. 1. αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο πράγμα, ένθερμος, ακούραστος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.
II. ένθερμος στην παράκληση ή στη δέηση, ενοχλητικός, λιπαρὴς χείρ, που επιμένει στην ικεσία, σε Σοφ.· τὸ λιπαρές, επίμονη, ενοχλητική ικεσία, σε Λουκ.· πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς, σε Σοφ.
III. επίρρ., λιπαρῶς, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη συλλαβή φαίνεται να προέρχεται από λι-, λίαν).
Middle Liddell
λῑπᾰρής, ές
I. persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable, Plat.
2. of things, Ar., Luc.
II. earnest in begging or praying, importunate, λ. χείρ a hand instant in prayer, Soph.:— τὸ λιπαρές importunity, Luc.; πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Soph.
III. adv. -ρῶς, earnestly, importunately, Plat. [deriv. uncertain]: the first syllable seems to be from λι-, λίαν.]