μαθητιάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰθητιάω''': ἐφετικὸν τοῦ [[μανθάνω]], ἐπιθυμῶ νὰ γείνω [[μαθητής]], Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= [[μαθητεύω]], Ἀνθ. Π. 15. 38.
|lstext='''μᾰθητιάω''': ἐφετικὸν τοῦ [[μανθάνω]], ἐπιθυμῶ νὰ γείνω [[μαθητής]], Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= [[μαθητεύω]], Ἀνθ. Π. 15. 38.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir le désir d’apprendre;<br /><b>2</b> être disciple.<br />'''Étymologie:''' [[μαθητής]].
}}
}}