μαθητιάω
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
Desiderat., wish to become a disciple, wish to learn, Ar.Nu.183, Ps.- Luc.Philopatr.14, AP15.38 (Cometas).
French (Bailly abrégé)
μαθητιῶ :
1 avoir le désir d'apprendre;
2 être disciple.
Étymologie: μαθητής.
German (Pape)
desiderat. zu μανθάνω, ich möchte gern lernen, Schüler sein, es schülert mich, Ar. Nub. 183 und Sp., die es auch = μαθητεύω, Schüler sein, gebrauchen, Comet. 6 (XV.38).
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητιάω:
1 хотеть учиться: δεῖξόν μου τὸν Σωκράτη, μαθητιῶ γάρ Arph. покажи мне Сократа, я хочу стать его учеником;
2 (= μαθητεύω
1 состоять учеником, учиться Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητιάω: ἐφετικὸν τοῦ μανθάνω, ἐπιθυμῶ νὰ γείνω μαθητής, Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= μαθητεύω, Ἀνθ. Π. 15. 38.
Greek Monotonic
μᾰθητιάω: εφετικός τύπος του μανθάνω,
I.επιθυμώ να γίνω μαθητής κάποιου, σε Αριστοφ.
II. μαθητεύω, σε Ανθ.
Middle Liddell
μᾰθητιάω,
I. Desiderat. of μανθάνω, to wish to become a disciple, Ar.
II. = μαθητεύω, Anth.