μέλας: Difference between revisions

1,134 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλᾱς''': [ἀλλὰ μέλᾰς, ἐν Ριαν. παρὰ Χοιροβ. 1. 94, [[ἔνθα]] [[ἐσφαλμένως]] γράφεται τὸ [[μέγας]] ἀντὶ τοῦ [[μέλας]], ἴδε Α. Β. 1182, μέλαινα, μέλᾰν· γέν. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος, κτλ.· (πρβλ [[τάλας]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ μόνη [[λέξις]] ἀκριβῶς ὁμοία κατὰ τὸν τύπον): Ἐπικ. δοτ. μείλανι Ἰλ. Ω. 79· Αἰολ. ὀνομαστ. μέλαις Γρηγ. Κορίνθου 599· (ἴδε ἐν τέλει). Μελανός, [[μαῦρος]], [[μέλαν]] [[αἷμα]], [[κῦμα]], [[μέλας]] [[οἶνος]], [[γαῖα]] μέλαινα κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ ἡ λέξ. κεῖται πρὸς περιγραφὴν παντὸς μελανωποῦ πράγματος καὶ [[ὅταν]] τοῦτο δὲν [[εἶναι]] ὁλοσχερῶς [[μέλαν]]· [[μέλαν]] [[ὕδωρ]], [[ἴσως]] [[διότι]] ἀντλεῖται ἐκ βαθείας πηγῆς ἢ ἐκ βαθέος φρέατος (πρβλ. [[μελάνυδρος]]), Ὀδ. Δ 359· [[ναῦς]] μέλαινα, ἢ [[διότι]] [[εἶναι]] πεπισσωμένη (πρβλ. [[μελαναίων]]), ἢ ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ χρώματος παντὸς πλοίου φαινομένου ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Α. 300, κ. ἀλλ.· - ἐπὶ ἀνδρὸς μελανόχρους, μαυροειδούς, μελαψός, ἐπὶ ἡλιοκαοῦς, (πρβλ. λευκὸς ΙΙ. 1), μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς [[ἰδεῖν]] Πλάτ. Πολ. 474Ε· [[ἰσχυρός]] τις ἦν, [[μέλας]] Δημ. 537. 17· τὰ μέλανα, μέλανα σημεῖα περὶ τὰ ὦτα τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 5, 23· πρβλ. [[μελάγχροος]], [[μελάμπυγος]]. ΙΙ. [[μέλας]], [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], σκιερός, [[ἕσπερος]], νύξ, κτλ., Ὅμ., Πίνδ., κλ. ΙΙΙ. μεταφορ., σκοτιενός, «[[μαῦρος]]», [[φοβερός]], [[θάνατος]] Ἰλ. Β. 834. κτλ.· Κὴρ [[αὐτόθι]] 859, κτλ.· ὀδύναι Δ. 117, κτλ.· ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς μεταφορικῆς χρήσεως φαίνεται σαφέστερον ἐν ταῖς φράσεσι, μ. [[νέφος]] θανάτοιο, ἄχεος [[νεφέλη]] μ. Π. 550, Σ. 22· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] καί: μ. [[τύχη]], ἀρὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 88, Θήβ. 833· Ἐρινὺς [[αὐτόθι]] 988, πρβλ. Εὐμ. 52· ἄτη Ἀγ. 770· Ἄρης [[αὐτόθι]] 1511· [[Ἅιδης]] Σοφ. Ο. Τ. 29· Ἅιδου μέλ. [[ἀνάγκη]] Εὐτ. Ἱππ. 1388, κτλ.· ἡμέραι μέλαιναι = Λατιν. dies atri, Πλουτ. Λούκουλλ. 27. - Ἐν πᾶσι τούτοις ἀντιτίθεται τὸ [[λευκός]]. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[ἀμυδρός]], [[ἀσαφής]], Λατ. fuscus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς (Ι. 2), Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 4, Φιλόστρ. 185· [[φώνημα]] βραχὺ καὶ μ., ἐπὶ τοῦ Νέρωνος Δίων Κ. 61. 20. 3) [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], [[αἰνιγματώδης]], Ἀνθ. Π. 11. 347· - ὡς ἐν τῇ Λατ. «Lycophron ater» Papinius Statius «Sylvae» 5. 3, 157. 4) ἐπὶ προσώπων, ἔχων μαύρην ψυχήν, κακός, δυσμενὴς (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου hic niger est), Πλούτ. 2. 12D· μ. [[ἦθος]] Μ. Ἀντων. 4. 28· - οὕτω πιθαν., μέλαιναι φρένες, Σόλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 61· μ. καρδία Πίνδ. Ἀποσπ. 88· ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν πρὸς [[ταῦτα]] τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι. IV. Συγκρ. [[μελάντερος]], -α, -ον, μελανώτερος, τοῦ δ’ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο [[ἔσθος]] Ἰλ. Ω. 94· παροιμ. ἐπὶ τοῦ πυκνοτάτου σκότους, [[[νέφος]]] μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Δ. 277· - Ὑπερθετ. μελάντατος Ἱππ. 908Β, κτλ.· - Συγκρ. [[ὡσαύτως]] μελανώτερος (ἐκ τοῦ [[μελανός]]), [[ὡσαύτως]] Στράβ. 772. V. [[μέλαν]], τό, ἴδε τὴν λέξιν. ([[Κατὰ]] τὸν Κούρτιον ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ [[μολύνω]] (πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μολοβρός]])· Σανσκρ. mal-am (sordes), mal-as (sordidus), mal-inas (lutulentus, niger)· Λατ. mal-us, mal-ignus· Γοτθ. mail ([[ῥυτίς]])· Ἀρχ. Γερμαν. meil (macula)· Λιθ. mὸl-is (lutum), mel-ynas (caeruleus)· Λεττ. mel-s (niger). - Ἀρνεῖται δὲ πᾶσαν σχέσιν πρὸς τὸ [[κελαινός]]).
|lstext='''μέλᾱς''': [ἀλλὰ μέλᾰς, ἐν Ριαν. παρὰ Χοιροβ. 1. 94, [[ἔνθα]] [[ἐσφαλμένως]] γράφεται τὸ [[μέγας]] ἀντὶ τοῦ [[μέλας]], ἴδε Α. Β. 1182, μέλαινα, μέλᾰν· γέν. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος, κτλ.· (πρβλ [[τάλας]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ μόνη [[λέξις]] ἀκριβῶς ὁμοία κατὰ τὸν τύπον): Ἐπικ. δοτ. μείλανι Ἰλ. Ω. 79· Αἰολ. ὀνομαστ. μέλαις Γρηγ. Κορίνθου 599· (ἴδε ἐν τέλει). Μελανός, [[μαῦρος]], [[μέλαν]] [[αἷμα]], [[κῦμα]], [[μέλας]] [[οἶνος]], [[γαῖα]] μέλαινα κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ ἡ λέξ. κεῖται πρὸς περιγραφὴν παντὸς μελανωποῦ πράγματος καὶ [[ὅταν]] τοῦτο δὲν [[εἶναι]] ὁλοσχερῶς [[μέλαν]]· [[μέλαν]] [[ὕδωρ]], [[ἴσως]] [[διότι]] ἀντλεῖται ἐκ βαθείας πηγῆς ἢ ἐκ βαθέος φρέατος (πρβλ. [[μελάνυδρος]]), Ὀδ. Δ 359· [[ναῦς]] μέλαινα, ἢ [[διότι]] [[εἶναι]] πεπισσωμένη (πρβλ. [[μελαναίων]]), ἢ ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ χρώματος παντὸς πλοίου φαινομένου ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Α. 300, κ. ἀλλ.· - ἐπὶ ἀνδρὸς μελανόχρους, μαυροειδούς, μελαψός, ἐπὶ ἡλιοκαοῦς, (πρβλ. λευκὸς ΙΙ. 1), μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς [[ἰδεῖν]] Πλάτ. Πολ. 474Ε· [[ἰσχυρός]] τις ἦν, [[μέλας]] Δημ. 537. 17· τὰ μέλανα, μέλανα σημεῖα περὶ τὰ ὦτα τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 5, 23· πρβλ. [[μελάγχροος]], [[μελάμπυγος]]. ΙΙ. [[μέλας]], [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], σκιερός, [[ἕσπερος]], νύξ, κτλ., Ὅμ., Πίνδ., κλ. ΙΙΙ. μεταφορ., σκοτιενός, «[[μαῦρος]]», [[φοβερός]], [[θάνατος]] Ἰλ. Β. 834. κτλ.· Κὴρ [[αὐτόθι]] 859, κτλ.· ὀδύναι Δ. 117, κτλ.· ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς μεταφορικῆς χρήσεως φαίνεται σαφέστερον ἐν ταῖς φράσεσι, μ. [[νέφος]] θανάτοιο, ἄχεος [[νεφέλη]] μ. Π. 550, Σ. 22· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] καί: μ. [[τύχη]], ἀρὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 88, Θήβ. 833· Ἐρινὺς [[αὐτόθι]] 988, πρβλ. Εὐμ. 52· ἄτη Ἀγ. 770· Ἄρης [[αὐτόθι]] 1511· [[Ἅιδης]] Σοφ. Ο. Τ. 29· Ἅιδου μέλ. [[ἀνάγκη]] Εὐτ. Ἱππ. 1388, κτλ.· ἡμέραι μέλαιναι = Λατιν. dies atri, Πλουτ. Λούκουλλ. 27. - Ἐν πᾶσι τούτοις ἀντιτίθεται τὸ [[λευκός]]. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[ἀμυδρός]], [[ἀσαφής]], Λατ. fuscus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς (Ι. 2), Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 4, Φιλόστρ. 185· [[φώνημα]] βραχὺ καὶ μ., ἐπὶ τοῦ Νέρωνος Δίων Κ. 61. 20. 3) [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], [[αἰνιγματώδης]], Ἀνθ. Π. 11. 347· - ὡς ἐν τῇ Λατ. «Lycophron ater» Papinius Statius «Sylvae» 5. 3, 157. 4) ἐπὶ προσώπων, ἔχων μαύρην ψυχήν, κακός, δυσμενὴς (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου hic niger est), Πλούτ. 2. 12D· μ. [[ἦθος]] Μ. Ἀντων. 4. 28· - οὕτω πιθαν., μέλαιναι φρένες, Σόλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 61· μ. καρδία Πίνδ. Ἀποσπ. 88· ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν πρὸς [[ταῦτα]] τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι. IV. Συγκρ. [[μελάντερος]], -α, -ον, μελανώτερος, τοῦ δ’ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο [[ἔσθος]] Ἰλ. Ω. 94· παροιμ. ἐπὶ τοῦ πυκνοτάτου σκότους, [[[νέφος]]] μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Δ. 277· - Ὑπερθετ. μελάντατος Ἱππ. 908Β, κτλ.· - Συγκρ. [[ὡσαύτως]] μελανώτερος (ἐκ τοῦ [[μελανός]]), [[ὡσαύτως]] Στράβ. 772. V. [[μέλαν]], τό, ἴδε τὴν λέξιν. ([[Κατὰ]] τὸν Κούρτιον ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ [[μολύνω]] (πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μολοβρός]])· Σανσκρ. mal-am (sordes), mal-as (sordidus), mal-inas (lutulentus, niger)· Λατ. mal-us, mal-ignus· Γοτθ. mail ([[ῥυτίς]])· Ἀρχ. Γερμαν. meil (macula)· Λιθ. mὸl-is (lutum), mel-ynas (caeruleus)· Λεττ. mel-s (niger). - Ἀρνεῖται δὲ πᾶσαν σχέσιν πρὸς τὸ [[κελαινός]]).
}}
{{bailly
|btext=αινα, αν ; <i>gén.</i> μέλανος, αίνης, ανος;<br />noir :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> noir, de couleur noire : [[ναῦς]] [[μέλαινα]] IL noir vaisseau, <i>à cause du badigeon de goudron</i> ; τὸ [[μέλαν]], le cœur noir (du chêne), <i>ou</i> noir pour se teindre, <i>ou</i> l’encre <i>ou</i> noir pour écrire et pour peindre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> sombre <i>en parl. du soir</i> ; brun <i>en parl. de pers.</i><br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> sombre, triste, funeste : [[μέλαν]] [[νέφος]] θανάτοιο IL le sombre nuage de la mort ; [[μέλας]] [[θάνατος]] IL la sombre mort ; μελαίνα [[τύχη]] ESCHL sort funeste ; μελαίνα [[ἀρά]] ESCHL imprécation funeste, <i>etc.</i> ; ἡμέραι μέλαιναι PLUT jours sombres ; morose;<br /><b>2</b> méchant;<br /><i>Cp.</i> [[μελάντερος]], <i>rar.</i> μελανώτερος ; <i>Sp.</i> [[μελάντατος]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> malus, <i>skr.</i> malas « sale », malam « saleté », etc.
}}
}}