συγκαταφέρω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκατέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, [[καταπίπτω]] ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ [[περί]] τινος, συνενοῦμαι, [[συμβαδίζω]], συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.
|lstext='''συγκαταφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκατέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, [[καταπίπτω]] ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ [[περί]] τινος, συνενοῦμαι, [[συμβαδίζω]], συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d’un courant : [[τί]] τινι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταφέρω]].
}}
}}