συγκαταφέρω

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφέρω Medium diacritics: συγκαταφέρω Low diacritics: συγκαταφέρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΕΡΩ
Transliteration A: synkataphérō Transliteration B: synkatapherō Transliteration C: sygkatafero Beta Code: sugkatafe/rw

English (LSJ)

carry down with other things, Id.2.994d: —Pass., to be carried down together, Arist.Pr.931b21, Mete.357a17, LXX Is.30.30, Hld.8.16; σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς sink down with.., D.S.16.12; of arteries, etc., take the same course as, c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; σ. δόξῃ περί τινος to be carried away by an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11.

German (Pape)

[Seite 966] (s. φέρω), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ περί τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν δόγμα τοιοῦτον, 33, 16, 11.

French (Bailly abrégé)

f. συγκατοίσω, etc.
faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : τί τινι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, καταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταφέρω: вместе уносить, увлекать (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.): σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. стремительно нести с собою; συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ δόξῃ Polyb. увлеченный всеобщим мнением; συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. он упал под тяжестью удара.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφέρω: φέρω πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, συγκατέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, καταπίπτω ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ περί τινος, συνενοῦμαι, συμβαδίζω, συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ καταφέρω, -ομαι]
παθ. συγκαταφέρομαι
κατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)
αρχ.
1. φέρω μαζί προς τα κάτω
2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον
3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ. με οικονομική συνδρομή
4. φρ. α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — πέφτω λόγω ισχυρού χτυπήματος (Διόδ.)
β) «συγκαταφερομαι δόξῃ περί τινος» — συμφωνώ με κάποιον (Πολ.).