ὁμόθρονος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― [[μετὰ]] δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― [[μετὰ]] δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage un trône.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]].
}}
}}