ὁμόθρονος

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθρονος Medium diacritics: ὁμόθρονος Low diacritics: ομόθρονος Capitals: ΟΜΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóthronos Transliteration B: homothronos Transliteration C: omothronos Beta Code: o(mo/qronos

English (LSJ)

ὁμόθρονον, sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.

German (Pape)

[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόθρονος: восседающий на том же троне, разделяющий престол (Зевса) (Ἣρα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.

English (Slater)

ὁμόθρονος, -ον sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσόθρονος)].

Greek Monotonic

ὁμόθρονος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμό-θρονος, ον,
sharing the same throne, Pind.