3,270,717
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ». | |lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> παρασεσημασμένος;<br />marquer d’un signe à côté, annoter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σημαίνω]]. | |||
}} | }} |