3,274,917
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰναίολος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν [[ὅλως]] ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. [[αἰόλος]]. ΙΙ. μεταφορ., [[πολυειδής]], [[ποικίλος]], βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635. | |lstext='''πᾰναίολος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν [[ὅλως]] ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. [[αἰόλος]]. ΙΙ. μεταφορ., [[πολυειδής]], [[ποικίλος]], βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de couleurs, de ciselures <i>ou</i> de broderies tout à fait variées;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> aux sons variés de toutes sortes <i>en parl. de lamentations</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[αἰόλος]]. | |||
}} | }} |