3,272,959
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φονεύω''': μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, [[ἀποκτείνω]], «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν [[ζῷον]]... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε. | |lstext='''φονεύω''': μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, [[ἀποκτείνω]], «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν [[ζῷον]]... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐφόνευσα, <i>etc.</i><br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[φονεύς]]. | |||
}} | }} |