πληροφορέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληροφορέω''': [[φέρω]] πλῆρες [[μέτρον]]· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.
|lstext='''πληροφορέω''': [[φέρω]] πλῆρες [[μέτρον]]· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner pleine mesure, <i>càd</i> pleine garantie, rendre certain, assuré ; <i>Pass.</i> être pleinement cru, être l’objet d’une entière certitude <i>en parl. de ch. ; en parl. de pers.</i> être pleinement convaincu, avoir la certitude pleine et entière;<br /><b>2</b> remplir, accomplir (une fonction, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλήρης]], [[φέρω]].
}}
}}