πληροφορέω
English (LSJ)
A bring full measure: satisfy fully, PAmh.2.66.42 (ii A. D.), PMag.Lond.121.910; esp. assure, τινὰ ὅρκοις Ctes.Fr.29.39, cf. Cod Just.1.1.7.23.
2 fulfil, τὴν διακονίαν 2 Ep.Ti.4.5; τὸ πατρῷον συνάλλαγμα Arch.Pap.5.383 (i/ii A. D.):—Pass., to be fulfilled, Ev.Luc. 1.1, Vett.Val.43.18.
3 pay in full, POxy.1473.8 (Pass., iii A. D.), etc.
II Pass., of persons, have full satisfaction, to be fully assured, ὅτι… Ep.Rom.4.21: abs., ib.14.5.
2 π. τοῦ ποιῆσαι to be fully bent on doing, LXX Ec.8.11.
German (Pape)
[Seite 634] volles Maaß bringen, volle Genüge, Befriedigung geben, volle Sicherheit leisten; Ctes. 39; bes. N.T. u. K. S.; πληροφορηθείς, da er volle Überzeugung erhalten hatte, gewiß wußte, stand sonst Isocr. 17, 8, wo es Wolf u. Bekker ausgelassen haben.
French (Bailly abrégé)
πληροφορῶ :
1 donner pleine mesure, càd pleine garantie, rendre certain, assuré ; Pass. être pleinement cru, être l'objet d'une entière certitude en parl. de ch. ; en parl. de pers. être pleinement convaincu, avoir la certitude pleine et entière;
2 remplir, accomplir (une fonction, etc.).
Étymologie: πλήρης, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληροφορέω [πλήρης, φορέω] act. met acc. vervullen:. τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον vervul uw dienende taak NT 2 Tim. 4.5. med.-pass. er volledig zeker van zijn:. πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστιν καὶ ποιῆσαι er vast van overtuigd dat Hij bij machte is wat Hij heeft toegezegd, ook te volbrengen NT Rom. 4.21.
Russian (Dvoretsky)
πληροφορέω:
1 исполнять (διακονίαν NT); pass. исполняться, сбываться (ἵνα τὸ κήρυγμα πληροφορηθῇ NT);
2 полностью удостоверять: πληροφορηθείς NT вполне уверенный; τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT вполне достоверные события.
English (Strong)
from πλήρης and φορέω; to carry out fully (in evidence), i.e. completely assure (or convince), entirely accomplish: most surely believe, fully know (persuade), make full proof of.
English (Thayer)
πληροφόρω: (1st aorist imperative πληροφόρησον, infinitive πληροφορησαι (L marginal reading); passive, present imperative πληροθορείσθω; perfect participle πεπληροφορημενος; 1st aorist participle πληροφορηθείς); (from the unused adjective πληροθορος, and this from πλήρης and φέρω); to bear or bring full, to make full;
a. to cause a thing to be shown to the full: τήν διακονίαν, i. e. to fulfil the ministry in every respect, πληροῦν τήν διακονίαν, τό κήρυγμα, πράγματα πεπληροφορημενα, things that have been accomplished (Itala and Vulg. completae), ὡς ἐπληρώθη ταῦτα, τινα, to fill one with any thought, conviction, or inclination: (L marginal reading (followed by ἐν with the dative of thing): others, πληρόω, which see, 1); hence, to make one certain, to persuade, convince, one (πολλαῖς οὖν λόγοις καί ὅρκοις πληροθορησαντες Μεγαβυζον, extracted from Ctesias (401 B.C.>) in Photius, p. 41,29 (edited by Bekker); but on this passive, see Lightfoot as below)); passive, to be persuaded, πληροθορηθεις, persuaded, fully convinced or assured, πεπληροθορήμενοι, L T Tr WH; οἱ ἀπόστολοι ... πληροθορηθεντες διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πιστωθενθες ἐν τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ, Clement of Rome, 1 Corinthians 42,3 [ET]; frequent so in ecclesiastical writings; to render inclined or bent on, ἐπληροθορηθη καρδία ... τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν, Test xii. Patr., test. Gad 2). The word is treated of fully by Bleek, Brief an d. Lightfoot's Commentary on Sophocles' Lexicon, under the word.)
Greek Monotonic
πληροφορέω: μέλ. -ήσω (φέρω)·
I. ικανοποιώ, σε Καινή Διαθήκη
II. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη ικανοποίηση, είμαι πλήρως βέβαιος, στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, γίνομαι πλήρως πιστευτός, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πληροφορέω: φέρω πλῆρες μέτρον· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.
Middle Liddell
πληρο-φορέω, φέρω
I. to fulfil, NTest.
II. in Pass., of persons, to have full satisfaction, to be fully assured, NTest.; of things, to be fully believed, NTest.
Chinese
原文音譯:plhroforšw 普累羅-賀雷哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:滿的-攜帶 相當於: (מָלֵא / מָלָה)
字義溯源:完滿的實現,盡都傳明,完全確信,信心充足,應驗,堅定,完成,成就,要成全;由(πλήρης)=滿的)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (πλήρης)出自(πίμπλημι)*=充滿),而 (φορέω)出自(φόρος)=負擔), (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔,背)
出現次數:總共(6);路(1);羅(2);西(1);提後(2)
譯字彙編:
1) 要成全(1) 提後4:5;
2) 盡都傳明(1) 提後4:17;
3) 信心充足(1) 西4:12;
4) 要堅定(1) 羅14:5;
5) 完全確信(1) 羅4:21;
6) 所成就的(1) 路1:1