3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλία''': ἡ, ([[ποικίλλω]]) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, [[κέντημα]], Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ποικιλία]], π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., [[ποικιλία]], ποικίλη [[κόσμησις]], αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. [[καταπλέκω]] Ι. 2. 4) [[εὐστροφία]] περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πανουργία]], π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ [[ποικιλίας]] Δημ. 844. 11˙ ― [[ἐγχείρησις]] μετ’ ἐπιδεξιότητος, [[τομή]], [[καῦσις]], ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. [[ποικίλος]]. | |lstext='''ποικῐλία''': ἡ, ([[ποικίλλω]]) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, [[κέντημα]], Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ποικιλία]], π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., [[ποικιλία]], ποικίλη [[κόσμησις]], αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. [[καταπλέκω]] Ι. 2. 4) [[εὐστροφία]] περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πανουργία]], π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ [[ποικιλίας]] Δημ. 844. 11˙ ― [[ἐγχείρησις]] μετ’ ἐπιδεξιότητος, [[τομή]], [[καῦσις]], ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. [[ποικίλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> variété, diversité (de couleurs, de mets, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ton varié d’un discours;<br /><b>II.</b> action de broder ; [[αἱ]] ποικιλίαι les broderies.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]]. | |||
}} | }} |