συμπάσχω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπάσχω''': [[πάσχω]] τὸ αὐτό, [[παθαίνω]] τὸ [[ἴδιον]] [[πρᾶγμα]], οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. [[μετὰ]] δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ [[αἰσθάνομαι]], ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ [[ἧπαρ]] σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν [[αἴσθημα]], [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν, συμπαθῶ [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. [[συμπαθέω]].
|lstext='''συμπάσχω''': [[πάσχω]] τὸ αὐτό, [[παθαίνω]] τὸ [[ἴδιον]] [[πρᾶγμα]], οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. [[μετὰ]] δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ [[αἰσθάνομαι]], ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ [[ἧπαρ]] σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν [[αἴσθημα]], [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν, συμπαθῶ [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. [[συμπαθέω]].
}}
{{bailly
|btext=éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάσχω]].
}}
}}