συμπάσχω
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους.. ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν.. τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr. De Odoribus 62.
II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχον = the body being affected by the sufferings of the soul Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr. Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.
III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R. 605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.
German (Pape)
[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft geraten, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥσπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, πάσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πάσχω mede ondergaan of ervaren, met acc.. ταὐτὸν τοῦτο σ. hetzelfde ervaren Plat. Chrm. 169c. mee lijden. meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets. Plut. Demetr. 38.3.
Russian (Dvoretsky)
συμπάσχω:
1 испытывать то же самое, разделять чужое ощущение (ξ. ταὐτὸν τοῦτο Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;
2 сочувствовать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);
3 страдать вместе, испытывать те же страдания (εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη NT).
English (Strong)
from σύν and πάσχω (including its alternate); to experience pain jointly or of the same kind (specially, persecution; to "sympathize"): suffer with.
English (Thayer)
(T WH συνπάσχω (cf. σύν, II. at the end)); to suffer or feel pain together (in a medical sense, as in Hippocrates (430 B.C.>) and Galen): to suffer evils (troubles, persecutions) in like manner with another: Romans 8:17.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πάσχω
1. πάσχω μαζί με άλλον
2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζί («εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)
3. συμπονώ
αρχ.
1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.)
2. ελεώ κάποιον.
Greek Monotonic
συμπάσχω: μέλ. -πείσομαι, παρακ. -πέπονθα, αόρ. βʹ συνέπαθον·
I. 1. υποφέρω από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο πράγμα, παθαίνω το ίδιο, συμπαθώ, σε Πλάτ.
II. τρέφω το ίδιο αίσθημα με κάποιον, αισθάνομαι συμπάθεια, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.
Middle Liddell
fut. -πείσομαι perf. -πέπονθα aor2 συνεπάθον
I. to suffer together, be affected by the same thing, Plat.
II. to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy, Plat.
Chinese
原文音譯:sump£scw 沁-爬士何
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-情感
字義溯源:一同受苦,似是受苦;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πάσχω)*=經歷)組成
出現次數:總共(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯一同受苦(1) 羅8:17;
2) 就一同受苦(1) 林前12:26