ὠφελήσιμος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφελήσιμος''': -ον, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ’ ὠφ. Σοφ. Αἴ. 1022· ὠφ. [[λόγος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 317.
|lstext='''ὠφελήσιμος''': -ον, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ’ ὠφ. Σοφ. Αἴ. 1022· ὠφ. [[λόγος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 317.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> utile, avantageux;<br /><b>2</b> secourable, bienveillant.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
}}