3,274,903
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῆγμα''': ([[ψήχω]]) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, [[ἀπόξεσμα]], μικρὸν [[τεμάχιον]], [[μόριον]], [[ῥίνημα]], Λατ. ramentum, ψ. χρυσοῦ, [[κόνις]] χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψ. χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψ. πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψ. Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε [[τίλαι]]. | |lstext='''ψῆγμα''': ([[ψήχω]]) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, [[ἀπόξεσμα]], μικρὸν [[τεμάχιον]], [[μόριον]], [[ῥίνημα]], Λατ. ramentum, ψ. χρυσοῦ, [[κόνις]] χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψ. χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψ. πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψ. Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε [[τίλαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d’or, sable d’or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]]. | |||
}} | }} |