Anonymous

ψῆγμα: Difference between revisions

From LSJ
881 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d’or, sable d’or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d’or, sable d’or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ψῆγμα]], -ήγματος, ΝΜΑ [[ψήχω]]<br />μικρό [[κομμάτι]] μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από [[απόξεση]] ή [[τριβή]], [[τρίμμα]], [[ρίνισμα]], [[κόκκος]] (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος [[ψῆγμα]] ἀναφέρουσι χρυσοῡ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλλ.)</b> μικρή, [[συνήθως]], άμορφη [[μάζα]] μετάλλου, διαβρωμένη από το [[νερό]] («[[ψήγμα]] χρυσού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μικρό [[κομμάτι]], [[δείγμα]] («ψήγματα αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σκόνης.
}}
}}