χρῖσμα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῖσμα''': τό, ([[χρίω]]) μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[χρῖμα]] (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες [[μύρον]], ἐν ᾧ τὸ κοινὸν [[ἄνευ]] μύρων [[ἔλαιον]], δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[ἔλαιον]], πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ [[ἄλειμμα]] ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ [[χρῖσμα]]), [[λίπος]], Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ [[χρῖσμα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. [[σύειος]])· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει [[μύρον]] καὶ [[χρῖσμα]], περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ [[διαφορά]], πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ [[πέλανος]] ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = [[χρῖσις]] [[ἱερά]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη [[χρήσιμος]] πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ [[γύψος]] [[μετὰ]] κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ [[συνήθης]] τονισμὸς χρίσμα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, πρβλ. [[χρῖμα]]). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
|lstext='''χρῖσμα''': τό, ([[χρίω]]) μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[χρῖμα]] (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες [[μύρον]], ἐν ᾧ τὸ κοινὸν [[ἄνευ]] μύρων [[ἔλαιον]], δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[ἔλαιον]], πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ [[ἄλειμμα]] ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ [[χρῖσμα]]), [[λίπος]], Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ [[χρῖσμα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. [[σύειος]])· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει [[μύρον]] καὶ [[χρῖσμα]], περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ [[διαφορά]], πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ [[πέλανος]] ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = [[χρῖσις]] [[ἱερά]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη [[χρήσιμος]] πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ [[γύψος]] [[μετὰ]] κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ [[συνήθης]] τονισμὸς χρίσμα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, πρβλ. [[χρῖμα]]). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
}}
{{bailly
|btext=χρίσματος (τό) :<br />ce qui sert à enduire :<br /><b>1</b> onguent, parfum, essence;<br /><b>2</b> graisse liquide, huile, <i>etc.</i><br /><b>3</b> mélange de plâtre <i>ou</i> de chaux, plâtre, mortier.<br />'''Étymologie:''' [[χρίω]].
}}
}}