χρῖσμα
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
χρίσματος, τό, (χρίω) later form for χρῖμα (q.v.), found in codd. of X.Smp.2.4, An.4.4.13, Thphr. De Odoribus 8,15, Sor.1.4, Gal.6.402, etc.
II anointing, unction, LXX Ex.29.7, 35.15, Gal.10.892.
2 in NT of spiritual grace, χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου 1 Ep.Jo.2.20, cf. 27.
III coating of wall, plaster, D.S.2.9, Luc. Hist.Conscr.62. (The usual accent χρίσμα is wrong, cf. χρῖμα.)
German (Pape)
[Seite 1376] τό, vgl. χρῖμα, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; – ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα (vgl. auch noch μύρον). – Übh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
French (Bailly abrégé)
χρίσματος (τό) :
ce qui sert à enduire :
1 onguent, parfum, essence;
2 graisse liquide, huile, etc.
3 mélange de plâtre ou de chaux, plâtre, mortier;
NT: onction, action d'oindre (de l'esprit).
Étymologie: χρίω.
Russian (Dvoretsky)
χρῖσμα: и χρῖμα, ατος τό χρίω
1 мазь, масло Aesch.: χ. σύειον Xen. мазь из свиного сала; χ. σησάμινον Xen. кунжутное масло;
2 известка или штукатурка Luc.: τὸ πάχος τοῦ χρίσματος Pind. толщина слоя штукатурки;
3 культ. помазание (χρῖσμα ἔχειν ἀπό τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
χρῖσμα: τό, (χρίω) μεταγεν. τύπος ἀντὶ χρῖμα (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες μύρον, ἐν ᾧ τὸ κοινὸν ἄνευ μύρων ἔλαιον, δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο ἁπλῶς ἔλαιον, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ ἄλειμμα ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ χρῖσμα), λίπος, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ χρῖσμα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. σύειος)· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει μύρον καὶ χρῖσμα, περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ διαφορά, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ πέλανος ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = χρῖσις ἱερά, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη χρήσιμος πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ γύψος μετὰ κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ συνήθης τονισμὸς χρίσμα εἶναι ἡμαρτημένος, πρβλ. χρῖμα). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
Spanish
English (Strong)
from χρίω; an unguent or smearing, i.e. (figuratively) the special endowment ("chrism") of the Holy Spirit: anointing, unction.
English (Thayer)
(so R G L, small edition, WH) and χρῖσμα (Lachmann's major edition; T Tr; on the accent see Winer's Grammar, § 6,1e.; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 35; (Tdf. Proleg., p. 102)), χρίσματος, τό (χρίω, which see), anything smeared on, unguent, ointment, usually prepared by the Hebrews from oil and aromatic herbs. Anointing was the inaugural ceremony for priests (Josephus, Antiquities 6,8, 2 πρός τόν Δαυιδην — when anointed by Samuel — μεταβαινει τό θεῖον καταλιπον Σαουλον. καί ὁ μέν προφητεύειν ἤρξατο, τοῦ θείου πνεύματος εἰς αὐτόν μετοικισαμενου); (see BB. DD., see under the words, Ointment, Anointing). Hence, in ἀπό τοῦ ἁγίου is so used as to imply that this χρῖσμα renders them ἁγίους (cf. Westcott at the passage)) and 27, τό χρῖσμα is used of the gift of the Holy Spirit, as the efficient aid in getting a knowledge of the truth; see χιω. (Xenophon, Theophrastus, Diodorus, Philo, others; for מִשְׁחָה, Exodus 40:7 (9).)
Greek Monolingual
-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ
1. καθετί που επαλείφεται σε μια επιφάνεια, επίχρισμα, επάλειμμα
2. εκκλ. χριστιανικό μυστήριο που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και συνδέεται με την χορήγηση στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος
νεοελλ.
1. επικάλυψη επιφάνειας με μια ουσία, επίχριση, επάλειψη
2. εκκλ. το άγιο μύρο
3. μτφ. επίσημη αναγνώριση, ανακήρυξη, αναγόρευση («έλαβε το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου»)
αρχ.
1. μύρο, μυρωδικό
2. το χοιρινό λίπος
3. ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του χρῖμα, σχηματισμένος από το θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρῖσ-α)].
Greek Monotonic
χρῖσμα: -τος, τό (χρίω), μεταγεν. τύπος του χρῖμα·
I. οτιδήποτε επαλείφεται, ιδίως, ευώδες μύρο, έλαιο, πυκνότερο από το μύρον, σε Ξεν.
II. ασβέστης, στόκος, σε Λουκ.
Middle Liddell
χρῖσμα, ατος, τό, χρίω later form for χρῖμα
I. anything smeared on, esp. a scented unguent, thicker than μύρον, Xen.
II. whitewash, stucco, Luc.
Chinese
原文音譯:cr⋯sma 赫里士馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:膏(油) 相當於: (מִשְׁחָה / מָשְׁחָה)
字義溯源:軟膏,膏油,恩膏,塗油;源自(χρίω)*=塗抹)
出現次數:總共(3);約壹(3)
譯字彙編:
1) 膏油(3) 約壹2:20; 約壹2:27; 約壹2:27
Mantoulidis Etymological
τό (=εὐωδιαστό μύρο γιά ἐπάλειψη). Καί χρῖμα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό tb. χρῖμα ungüento, aceite para ungirse προχρισάμενος δὲ μετὰ τοῦ χρίσματος ἐντεύξῃ tras haberte ungido previamente con el aceite, haz la petición P VII 879 τὸ δὲ χρῖμα τὸ ἀπ' αὐτοῦ χρίου κατὰ πρωΐ úngete con el aceite de éste al amanecer P V 235 τὸ δὲ χ. ἑστιάσας καὶ συνευωχηθεὶς (τῷ κανθάρῳ) ἀπόθου καθαρείως εἰς τὸν ἀπαθανατισμόν tras haber festejado y comido con el escarabajo guarda el ungüento con pureza para el rito de inmortalización P IV 770 para una figura de Selene χρίσῃ δὲ αὐτὴν καὶ τῷ σεληνιακῷ χρίσματι la ungirás también con el aceite de Selene P VII 874
Translations
ointment
Afrikaans: salf; Albanian: pomadë; Arabic: مَرْهَم, دَهُون; Armenian: քսուք; Azerbaijani: maz, məlhəm; Belarusian: мазь, бальзам; Bengali: মলম; Bulgarian: мехлем, мас, мазило; Burmese: လိမ်းဆေး; Catalan: pomada, ungüent; Chinese Cantonese: 藥膏/药膏; Mandarin: 軟膏/软膏, 膏, 藥膏/药膏; Czech: mast; Danish: salve; Dutch: zalf, smeersel; Esperanto: ungvento; Estonian: salv; Faroese: salva, sálva; Finnish: voide; French: pommade, onguent; Friulian: ongint; Galician: pomada, ungüento, bálsamo; Georgian: მალამო; German: Salbe, Balsam; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽𐍃; Greek: αλοιφή; Ancient Greek: ἄλειμμα, ἄλειππα, ἀλειπτήριον, ἄλειφαρ, ἄλιππα, ἀλοιφή, διάχρισμα, ἐπάλειμμα, σμῆγμα, σμῆμα, χρῖμα, χρῖσμα, χριστήριον; Mycenaean: 𐀀𐀩𐀞, 𐂘; Haitian Creole: ponmad; Hebrew: מִשְׁחָה; Hindi: मरहम, मलहम, बाम, लेप, औषधि; Hungarian: kenőcs; Icelandic: smyrsl; Indonesian: salap; Ingrian: voije, maazi; Irish: ungadh; Italian: pomata, unguento, balsamo; Japanese: 軟膏; Kazakh: май; Khmer: ថ្នាំលាប; Korean: 연고(軟膏); Kyrgyz: май, мазь; Lao: ຢານວດ, ຢາຂີ້ເຜີ້ງ, ຂີ້ເຜີ້ງ; Latin: unguentum; Latvian: ziede; Lithuanian: tepalas; Macedonian: маст, помада, мелем; Malay: salap; Maori: rongoā pani, pūreke, panikiri; Mongolian Cyrillic: тос; Norwegian Bokmål: salve; Nynorsk: salve; Old English: sealf; Pashto: ملهم, ملم; Persian: پُماد, مَرهَم; Plautdietsch: Saulw; Polish: maść; Portuguese: pomada; Romanian: unguent, pomadă, alifie; Russian: мазь, бальзам; Sanskrit: अञ्जस्, लेप; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐлем, ма̑ст; Roman: mèlem, mȃst; Slovak: masť; Slovene: mazilo; Sorbian Lower Sorbian: žałba; Spanish: pomada, ungüento; Swahili: marhamu; Swedish: salva; Tagalog: hinas, banlos; Tajik: маз, марҳам, тило; Telugu: లేపనము; Thai: ครีม, ยาขี้ผึ้ง, ขี้ผึ้ง; Tocharian B: laupe, ṣalype; Turkish: merhem; Turkmen: melhem; Ukrainian: мазь, бальзам; Urdu: مَرہَم; Uyghur: ماي, مەلھەم; Uzbek: malham dori, maz, balzam; Vietnamese: pom-mát, thuốc mỡ, thuốc cao; Volapük: nugvet; Walloon: ôlmint, poumåde; Welsh: eli