συμπρεσβευτής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπρεσβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
|lstext='''συμπρεσβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />collègue pour une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[συμπρεσβεύω]].
}}
}}