συμπρεσβευτής

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβευτής Medium diacritics: συμπρεσβευτής Low diacritics: συμπρεσβευτής Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sympresbeutḗs Transliteration B: sympresbeutēs Transliteration C: sympresveftis Beta Code: sumpresbeuth/s

English (LSJ)

συμπρεσβευτοῦ, ὁ, fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

Lexicon Thucydideum

legationis socius, colleague in an embassy, 1.90.4, 1.91.3.