συνεισελαύνω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεισελαύνω''': [[ἐλαύνω]], ἄγω [[ὁμοῦ]], συνεισελαύνει τοὺς γειρευτὰς εἰς [[μέσον]] Θεόδ. Στουδ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσελαύνω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Πλουτ. Ἀρτοξ. 13, κτλ.
|lstext='''συνεισελαύνω''': [[ἐλαύνω]], ἄγω [[ὁμοῦ]], συνεισελαύνει τοὺς γειρευτὰς εἰς [[μέσον]] Θεόδ. Στουδ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσελαύνω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Πλουτ. Ἀρτοξ. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=entrer ensemble à cheval <i>ou</i> en voiture.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσελαύνω]].
}}
}}