συνεισελαύνω
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
intr., enter along with, Plu.Art.13, 2.814d.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἐλαύνω), mit od. zugleich hineintreiben, und sc. ἅρμα, ἵππον, ἑαυτόν u. ä., scheinbar intrans., hineinfahren, -reiten, -gehen, Plut. Artax. 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
entrer ensemble à cheval ou en voiture.
Étymologie: σύν, εἰσελαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εισελαύνω samen binnentrekken, met acc. of met εἰς + acc. in.
Russian (Dvoretsky)
συνεισελαύνω: вместе или одновременно вторгаться, совершать набег (εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεισελαύνω: ἐλαύνω, ἄγω ὁμοῦ, συνεισελαύνει τοὺς γειρευτὰς εἰς μέσον Θεόδ. Στουδ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσελαύνω, εἰσέρχομαι ὁμοῦ, εἰς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Ἀρτοξ. 13, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
(μτβ.) οδηγώ μέσα, εισελαύνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («συνεισελαύνει τοὺς γυρευτὰς εἰς μέσον», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
(αμτβ.) εισέρχομαι συγχρόνως («συνεισελάσαι πάλιν εἰς τὸ στρατόπεδον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσελαύνω «οδηγώ, εισβάλλω, εισέρχομαι»].