ταχύμορος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχύμορος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 486· [[ὡσαύτως]] ταχύμοιρος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827hh, 3857m.
|lstext='''τᾰχύμορος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 486· [[ὡσαύτως]] ταχύμοιρος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827hh, 3857m.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la destinée et courte, qui vit <i>ou</i> qui dure peu.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[μόρος]]¹.
}}
}}