ταχύμορος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠμορος Medium diacritics: ταχύμορος Low diacritics: ταχύμορος Capitals: ΤΑΧΥΜΟΡΟΣ
Transliteration A: tachýmoros Transliteration B: tachymoros Transliteration C: tachymoros Beta Code: taxu/moros

English (LSJ)

ταχύμορον, quickly dying, short-lived, κλέος A.Ag.486 (lyr.): also ταχυμόριος, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.264 (Phrygia, iii A.D.): and τᾰχῠ-μοιρος, Epigr.Gr.365 (Cotiaeum), 367 (ibid.), Supp.Epigr.6.159.17 (Phrygia, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1076] von kurzem Schicksal oder Leben, Aesch. Ag. 473.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la destinée et courte, qui vit ou qui dure peu.
Étymologie: ταχύς, μόρος¹.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύμορος: (ῠ) недолговечный (κλέος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 486· ὡσαύτως ταχύμοιρος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827hh, 3857m.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μορος (< μόρος), πρβλ. κακό-μορος].

Greek Monotonic

τᾰχύμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τᾰχύ-μορος, ον,
quickly dying, shortlived, Aesch.