σῦφαρ: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῦφαρ''': τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ [[ἔνδυμα]], [[ἤτοι]] τὸ [[ὑποκάμισον]] τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ γάλακτος, = [[γραῦς]], Ἡσύχ. 3) [[σῦκον]] ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[σῦφαρ]], ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, [[λίαν]] γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.
|lstext='''σῦφαρ''': τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ [[ἔνδυμα]], [[ἤτοι]] τὸ [[ὑποκάμισον]] τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ γάλακτος, = [[γραῦς]], Ἡσύχ. 3) [[σῦκον]] ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[σῦφαρ]], ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, [[λίαν]] γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le <i>lat.</i> suber « liège ».
}}
}}