σῦφαρ
English (LSJ)
τό,
A a piece of old skin or a piece of wrinkled skin, Sophr.55, Call.Fr.49; Slough of a serpent, Luc.Herm.79, cf. Phryn.PS p.114 B.
2 skim of milk, = γραῦς II, Sch.Nic.Al.91, Hsch.
3 wrinkled fig, Id.
II as adjective, σῦφαρ, ὁ, ἡ, wrinkled, decrepit, Lyc.793; between ὠμογέρων and πέμπελος, prob. in Gal.6.379 (cf. Berl.Sitzb.1924.100).
German (Pape)
[Seite 1046] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst γραῦς. – Als adj. = sehr alt, σῦφαρ θανεῖται, Lycophr. 793; γέρων, ὑπεργέρων, ὁ λίαν γεγηρακώς, E. M
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le lat. suber « liège ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῦ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῦ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].
Greek (Liddell-Scott)
σῦφαρ: τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ ἔνδυμα, ἤτοι τὸ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ ἄνθος τοῦ γάλακτος, = γραῦς, Ἡσύχ. 3) σῦκον ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. σῦφαρ, ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, λίαν γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. indecl.
Meaning: wrinkled skin (Sophr., Call., Luc. a.o.), also personified wrinkled, decrepit person (Lyc.), skin of a snake (Luc.), skin on the milk' (sch. Nic. Al., 91, H.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Since long in spite of the different meaning compared with Lat. sūber cork-oak, cork, what presupposes a loan from a common source. After Pisani Ist. Lomb. 73: 2. 27 here also with loss of the σ-, ὕφεαρ mistletoe; already because of the meaning doubtful. -- Older lit. in Bq and W.-Hofmann s. v.
Frisk Etymology German
σῦφαρ: {sũphar}
Grammar: n. indekl.
Meaning: Runzelhaut (Sophr., Kall., Luk. u.a.), auch personifiziert runzelige, altersschwache Person (Lyk.).
Etymology: Seit langem trotz der abweichenden Bed. mit lat. sūber Korkeiche, Kork verglichen, was Entlehnung aus gemeinsamer Quelle voraussetzt. Nach Pisani Ist. Lomb. 73: 2. 27 hierher noch mit Schwund des σ-, ὕφεαρ Mistel; schon wegen der Bed. sehr fraglich. — Alt. Lit. bei Bq und W.-Hofmann s. v.
Page 2,824