3,273,800
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρηνιάω''': μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, [[ἀκολασταίνω]], [[λέξις]] τῶν ποιητῶν τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ [[τρυφάω]], Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]], τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ [[βαρέως]] φέρειν». | |lstext='''στρηνιάω''': μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, [[ἀκολασταίνω]], [[λέξις]] τῶν ποιητῶν τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ [[τρυφάω]], Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]], τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ [[βαρέως]] φέρειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être orgueilleux, insolent;<br /><b>2</b> vivre dans la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[στρῆνος]]¹ et [[στρῆνος]]². | |||
}} | }} |