Anonymous

στρηνιάω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für [[τρυφάω]], zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für [[τρυφάω]], zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.
}}
{{ls
|lstext='''στρηνιάω''': μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, [[ἀκολασταίνω]], [[λέξις]] τῶν ποιητῶν τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ [[τρυφάω]], Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]], τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ [[βαρέως]] φέρειν».
}}
}}