3,274,216
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, [[Πολυδ]]. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206. | |lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, [[Πολυδ]]. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de se retirer, retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάγω]]. | |||
}} | }} |