Φιλίππειος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_17)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φῐλίππειος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀνθ. Παλατ. 9. 283, 519· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Φίλιππον, Παυσ. 8. 7, 4, κλπ. ΙΙ. ὁ [[Φιλίππειος]] δηλ. [[χρυσοῦς]] ἢ [[στατήρ]], χρυσοῦν [[νόμισμα]] τοῦ βασιλέως Φιλίππου δυνάμενον δραχμὰς [[νέας]] 29, 50, [[Πολυδ]]. Θ΄, 59 καὶ 84, πρβλ. Διόδ. 16. 8. ΙΙΙ. Φιλίππειον, τό, ὁ ναὸς [[αὐτοῦ]] ἐν Ὀλυμπίᾳ, Παυσ. 5. 20, 9.
|lstext='''Φῐλίππειος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀνθ. Παλατ. 9. 283, 519· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Φίλιππον, Παυσ. 8. 7, 4, κλπ. ΙΙ. ὁ [[Φιλίππειος]] δηλ. [[χρυσοῦς]] ἢ [[στατήρ]], χρυσοῦν [[νόμισμα]] τοῦ βασιλέως Φιλίππου δυνάμενον δραχμὰς [[νέας]] 29, 50, [[Πολυδ]]. Θ΄, 59 καὶ 84, πρβλ. Διόδ. 16. 8. ΙΙΙ. Φιλίππειον, τό, ὁ ναὸς [[αὐτοῦ]] ἐν Ὀλυμπίᾳ, Παυσ. 5. 20, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> α, ον :<br />de Philippe ; ὁ [[Φιλίππειος]] ([[στατήρ]] <i>ou</i> [[χρυσοῦς]]) un philippe, une pièce d’or à l’effigie de Philippe.<br />'''Étymologie:''' [[Φίλιππος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Φῐλίππειος: -ον, καὶ α, ον, Ἀνθ. Παλατ. 9. 283, 519· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Φίλιππον, Παυσ. 8. 7, 4, κλπ. ΙΙ. ὁ Φιλίππειος δηλ. χρυσοῦςστατήρ, χρυσοῦν νόμισμα τοῦ βασιλέως Φιλίππου δυνάμενον δραχμὰς νέας 29, 50, Πολυδ. Θ΄, 59 καὶ 84, πρβλ. Διόδ. 16. 8. ΙΙΙ. Φιλίππειον, τό, ὁ ναὸς αὐτοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ, Παυσ. 5. 20, 9.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. α, ον :
de Philippe ; ὁ Φιλίππειος (στατήρ ou χρυσοῦς) un philippe, une pièce d’or à l’effigie de Philippe.
Étymologie: Φίλιππος.