ὑποκλοπέομαι: Difference between revisions

Autenrieth
(6_20)
(Autenrieth)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλοπέομαι''': Παθ., [[διαμένω]] κεκρυμμένος, [[παραμένω]] εἰς κρύφια μέρη, κρύπτομαι, [[ὑποκλέπτω]] τὸ ζῆν, εἴ τις ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 382.
|lstext='''ὑποκλοπέομαι''': Παθ., [[διαμένω]] κεκρυμμένος, [[παραμένω]] εἰς κρύφια μέρη, κρύπτομαι, [[ὑποκλέπτω]] τὸ ζῆν, εἴ τις ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 382.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[conceal]] [[oneself]] [[under]] [[something]], opt., Od. 22.382†.
}}
}}