ὑποκλοπέομαι
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Pass., lurk in secret places, εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.382.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλοπέομαι: укрываться, прятаться: εἴ τις ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Hom. (он озирался), не спасся ли кто-нибудь.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλοπέομαι: Παθ., διαμένω κεκρυμμένος, παραμένω εἰς κρύφια μέρη, κρύπτομαι, ὑποκλέπτω τὸ ζῆν, εἴ τις ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 382.
English (Autenrieth)
conceal oneself under something, opt., Od. 22.382†.
Greek Monotonic
ὑποκλοπέομαι: Παθ., ενεδρεύω, παραμονεύω σε κρυφά μέρη, σε Ομήρ. Οδ.