Φίντις: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_15)
 
(sl1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φίντις''': ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος.
|lstext='''Φίντις''': ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος.
}}
{{Slater
|sltr=<b>Φίντῐς</b> [[charioteer]] of Hagesias.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>ὦ [[Φίντις]], ἀλλὰ ζεῦξον (O. 6.22)
}}
}}

Revision as of 12:23, 17 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Φίντις: ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον ὄνομα, Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος.

English (Slater)

Φίντῐς charioteer of Hagesias.
   1Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον (O. 6.22)