Category:Ancient Greek to English Dictionary
Ancient Greek to English Dictionary
Pages in category "Ancient Greek to English Dictionary"
The following 200 pages are in this category, out of 147,003 total.
(previous page) (next page)'
O
W
Ή
Α
- Α
- Α α
- ααω
- αβαρής
- αδαήμων
- αθανής
- Αιδος
- Αλιέζερ
- Αμύντωρ
- Ανανιας
- αποκαλύπτειν
- Αραμ
- αρης
- Αρμα
- Αρτεμις
- Αρφαξάδ
- Ασηρ
- ασθαι
- ασθε
- Ασιος
- Ασσος
- ατο
- αὔελλα
- αὔθαιμος
- αὖθιν
- αὖροι
- αὖτιν
- αὐάτα
- αὐήτω
- αὐαίνεσθαι
- αὐγῖτις
- Αὐγούστειος
- Αὐγουστάλιος
- Αὐδναῖος
- Αὐδουναῖος
- αὐερός
- αὐθήμερα
- αὐθήμερον
- αὐθαδία
- αὐθαδειάζομαι
- αὐθαμέραν
- αὐθημερί
- αὐθημερόν
- αὐθορίτους
- αὐθορόν
- αὐθωρί
- αὐθωρόν
- αὐθωρεί
- αὐκάν
- αὐκήλως
- αὐκηρεσίη
- αὐκυών
- αὐλίξ
- αὐλίξαι
- αὐλαρχία
- Αὐλὼν Μαιωτικός
- αὐξίκερως
- αὐξίτω
- Αὐξησία
- Αὐραδάτης
- αὐτάλκης
- αὐτάντας
- αὐτάρεστος
- αὐτό τε αὑτοῦ χάριν ἀγαπῶμεν καὶ τῶν ἀπ' αὐτοῦ γιγνομένων
- αὐτόγη
- αὐτόγνωστος
- αὐτόδεκα ἔτη
- αὐτόκρας
- αὐτόμολπα
- αὐτόχρους
- αὐτόϊσον
- αὐταμέριν
- αὐταυτόν
- αὐταυτᾶς
- αὐταυταῖς
- αὐταυτῆς
- αὐταυτοῦ
- αὐταυτῶ
- αὐτεπιστασία
- αὐτῖ
- Αὐτναῖος
- αὐτοάηρ
- αὐτοαγαθόν
- Αὐτοβοισάκης
- αὐτογνωμοσύνη
- αὐτοδακής
- αὐτοεξουσιότης
- αὐτοκρατορεία
- αὐτολαλητής
- αὐτοματί
- αὐτονυχεί
- αὐτονυχηδίς
- αὐτοπυρίτης
- αὐτοσίδαρος
- αὐτοσχεδιαστός
- αὐτοτόκος
- Αὐτοφραδάτης
- αὐτοχροιηδόν
- αὐτοψί
- αὐτοϊσότης
- αὐτῶ
- αὐτὸ καθ' αὑτό
- αὐχάν
- αὐχμάω
- Αφραιμ
- αἰ
- αἰάζειν
- αἰάζω
- Αἰάντειος
- αἰέλιοι
- αἰέλουρος
- αἰέν
- αἰέναος
- αἰένυπνος
- αἰές
- αἰέτιον
- Αἰήτας
- Αἰήτης
- αἰόλειος
- αἰόλησις
- Αἰόλιος
- αἰόλισμα
- αἰόλλει
- αἰόλλω
- αἰόλος
- αἰόνημα
- αἰόνησις
- αἰών
- αἰώνιον
- αἰώνιος
- αἰώνισμα
- αἰώρα
- αἰώρημα
- αἰώρησις
- αἰαγμός
- Αἰακίδας
- Αἰακίδης
- αἰακίξ
- αἰακίς
- Αἰακός
- αἰακτός
- αἰανής
- αἰανός
- Αἰαντίδης
- αἰαντόν
- αἰαστής
- αἰαφοί
- αἰαῖ
- αἰαῖ κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον
- Αἰαῖος
- αἰβάνη
- αἰβετός
- αἰβοῖ
- αἰγάριον
- αἰγέα
- αἰγήκης
- αἰγίβοσις
- αἰγίβοτος
- αἰγίδιον
- αἰγίζω
- αἰγίθαλλος
- αἰγίθαλος