Φίντις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Φίντις''': ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος. | |lstext='''Φίντις''': ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 17 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Φίντις: ὁ, παρὰ Πινδ. ὡς κύριον ὄνομα, Σικελικ. ἀντὶ Φίλτις, ὡς τὰ Φιντίας, Φιντύλος, κτλ., Böckh. Expl. 156· κατ’ ἄλλους Δωρ. ἀντὶ φίλος.