Ἕλλαν: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
}}

Revision as of 14:09, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἕλλην.