ἀλεκτρυώδης: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(6_7) |
(big3_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεκτρυώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ἀλεκτρυόνι, «πρὸς δὲ ἡδονὰς [[ἀλεκτρυώδης]]», Εὐνάπ. 94, 22 (Φώτ. ΙΙΙ, 245Β [[ἀλεκτρυονώδης]]). | |lstext='''ἀλεκτρυώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ἀλεκτρυόνι, «πρὸς δὲ ἡδονὰς [[ἀλεκτρυώδης]]», Εὐνάπ. 94, 22 (Φώτ. ΙΙΙ, 245Β [[ἀλεκτρυονώδης]]). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες [[semejante al gallo]] πρὸς ἡδονὰς ἀ. Eun.<i>Hist</i>.71.2. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυώδης: -ες, ὅμοιος ἀλεκτρυόνι, «πρὸς δὲ ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης», Εὐνάπ. 94, 22 (Φώτ. ΙΙΙ, 245Β ἀλεκτρυονώδης).
Spanish (DGE)
-ες semejante al gallo πρὸς ἡδονὰς ἀ. Eun.Hist.71.2.