ἀλεκτρυώδης

From LSJ

ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυώδης: -ες, ὅμοιος ἀλεκτρυόνι, «πρὸς δὲ ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης», Εὐνάπ. 94, 22 (Φώτ. ΙΙΙ, 245Β ἀλεκτρυονώδης).

Spanish (DGE)

-ες semejante al gallo πρὸς ἡδονὰς ἀ. Eun.Hist.71.2.