ἀλεκτρυώδης

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυώδης: -ες, ὅμοιος ἀλεκτρυόνι, «πρὸς δὲ ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης», Εὐνάπ. 94, 22 (Φώτ. ΙΙΙ, 245Β ἀλεκτρυονώδης).

Spanish (DGE)

-ες semejante al gallo πρὸς ἡδονὰς ἀ. Eun.Hist.71.2.