διανοσέω: Difference between revisions

big3_11
(6_6)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανοσέω''': εἶμαι πολὺ ἀσθενὴς ἢ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1085· [[διέρχομαι]] ὅλην τὴν πορείαν νόσου τινός, [[αὐτόθι]] 1. 951.
|lstext='''διανοσέω''': εἶμαι πολὺ ἀσθενὴς ἢ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1085· [[διέρχομαι]] ὅλην τὴν πορείαν νόσου τινός, [[αὐτόθι]] 1. 951.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [no contr. en Hp.]<br />en pres. [[estar enfermo]] frec. acompañado de adv. μακρὰ ... διενόσεον pasaban una larga enfermedad</i> Hp.<i>Epid</i>.3.13, cf. <i>Prorrh</i>.1.98, 124, <i>Coac</i>.345, ποικίλως διανοσέουσι Hp.<i>Prorrh</i>.1.118, <i>Coac</i>.102<br /><b class="num">•</b>en aor. [[caer enfermo]] τούτῳ τῷ τρόπῳ διενόσησαν Hp.<i>Epid</i>.1.20, cf. 15, 3.6, ἰσχυρῶς μὲν διανοσησάντων, ἀπηλλαγμένων δ' [[ἄρτι]] τοῦ νοσεῖν Gal.5.814.
}}
}}